- απαλός
- -ή, -ό (AM ἁπαλός, -ή, -όν)1. μαλακός στην αφή, τρυφερός2. (για πρόσωπα) αβρός, τρυφερόςνεοελλ.1. (για χρώματα) όχι έντονος, ανοιχτός2. (για ήχους) χαμηλός, ξεκούραστος, διακριτικός3. φρ. «εξ απαλών ονύχων» — από την πολύ μικρή, την παιδική ηλικίααρχ.1. μτφ. ήσυχος, ήπιος, γλυκός2. (με κακή σημασία) μαλθακός.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι διάφορες ερμηνείες που έχουν προταθεί, όπως σύνδεση με το αβρός ή με *saqua «εξασθενώ» ή με *ara «πατέρας», είναι αβέβαιες. Η αρχική σημασία της λ. είναι «τρυφερός, λεπτός, μαλακός» και χρησιμοποιήθηκε κυρίως για να χαρακτηρίσει το ανθρώπινο σώμα, τη σάρκα, ενώ με μτφ. σημ. απαντά μόνο στην ομηρική φρ. «ἁπαλὸν γελάσαι».ΠΑΡ. απαλότης, απαλύνωαρχ.απαλία, απαλίας, απάλιοννεοελλ.απαλοσύνη.ΣΥΝΘ. απαλόσαρκος, απαλόστρακος, απαλότριχος (-θριξ)αρχ.απαλοσώματος, απαλόφρων, απαλόχροοςαρχ.-μσν.απαλοτρεφήςμσν.απαλόβιος, απαλόπνοος, απαλοπτέρυξ, απαλόψυχοςνεοελλ.απαλογύριστος, απαλοζώνω].
Dictionary of Greek. 2013.